EN | FR | GR

2006
SKOUFA GALLERY, ATHENS
Swimmers

May 4 – 28, 2006



Γιάννης Ξανθούλης
« Ο κύριος Ξανθούλης στον κύριο Χαδούλη …» (και τούμπαλιν)



Το βροχερό απόγευμα εκείνης της Τετάρτης του Μάρτη μου επεφύλασσε μία επιθετικά ευφρόσυνη βροχή χρωμάτων.
Δεν ήμουν, ομολογώ, προετοιμασμένος να'ρθώ κατάφατσα με τέτοιες «μανταρινιές» αποχρώσεις με ανέμελες ηλιοκαμένες πλάτες παιδιών που ορμούσαν σ'ένα απείθαρχο μεσογειακό μπλε.

Ένα ατελιέ φωτισμένο από πρώιμοι Ιουλίους και Αύγουστους, Θαρρείς. Έκανε ψύχρα σαρακοστιανής ευγένειας έξω και ο ζωγράφος με τα λαδοπράσινα μάτια ακτινογραφούσε την έκπληξη μου. «Είμαι ο Γιώργος Χαδούλης» είπε. Ότι ήμουν ο Γιάννης Ξανθούλης  και οι δύο καμαρώναμε τα πρωτότυπα ονόματα μας το γνώριζε. Evας οξύμωρα ομοιοκατάληκτος επισκέπτης!
Υπέθεσα (και πολύ σωστά) ότι αγνοούσε τον τρόμο μου για το παιγνιώδη χρωματικό ποτπουρί του καλοκαιριού. 'Evας  τρόμος, που είχε περάσει από πολλές συναισθήματα φάσεις, ώσπου ν'αρχίσει να ελέγχεται και να μετασχηματίζεται συγγραφικά σε μυθιστορηματικό υλικό. Δεν υπήρχε λόγος να εξηγήσω δραματικά την αταλαντοσύνη μου ως  προς τον χειρισμό των εξήντα περίπου καλοκαιριών της ζωής μου. Εξάλλου, πολλοί το θεωρούν «εύρημα» ή «κλισέ» βαρετό.
Καλοκαίρια και χαρές που μου διέφυγαν με διάφορα μελαγχολικά άλλοθι. Κι' έτσι συνέχισα να παρατηρώ με ντροπή ηδονοβλεψία που πιάνεται στα πράσα.
Τόση συμπυκνωμένη υπαινικτική χαρά πάνω σε μουσαμάδες και χαρτιά με λάδια και κάθε είδους μπογιές σπάνια συναντούσα.
Κι' ανάμεσα τους ο εφηβικός κύριος Χαδούλης φιλότιμος επιστάτης θαλασσών, ήλιων, παιδικών ενθουσιασμών και μιας αθέατης ερεθιστικής πλαζ διάστικτα με νοσταλγία ενεστώτα χρόνου (η πλαζ δεν φαινόταν αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να την φαντάζομαι πέραντη σαν από δέρμα σουέτ στο κίτρινο του πεπονιού).
Ζήτησα καφέ για να συνέλθω από το χρωματικό σοκ εκείνου του απογεύματος, που μούλιαζε στην πρωτεϊνούχα υγρασία της Κηφισιάς. Ζήτησα εξηγήσεις για τα κύματα, για τις διαθλάσεις των ήλιων που μπαινόβγαιναν ανάμεσα στις μασχάλες και τα κεφάλια των κολυμβητών, για τους γενέθλιους τόπους του ζωγράφου. Ήθελα να καμουφλάρω οπωσδήποτε την ανάπηρη γνώση μου για τα κεφάτα μεσημέρια ή απογεύματα, που έδειχναν περισσότερο από όσο χρειαζόταν βιωμένα...(δεν μου διέφευγε το μελαχρινό αποτύπωμα του καλοκαιριού στο πρόσωπο του κυρίου Χαδούλη).
Τα ροζ, τα μπλε, τα ιώδη, τα κόκκινα και τα κίτρινα, τα άσπρα και όλες οι εσπεριδοειδής αποχρώσεις με προέτρεπαν να παρατείνω την περιέργεια μου. Για τον Γιώργο, βέβαια, ήταν κάτι φυσικό αυτό. θα είχε συνηθίσει τη ζήλια στα μάτια των επισκεπτών του χυμώδους μουσείου του. Εγώ ήμουν ο ξενιστής που αναπολούσε από την πρώτη κιόλας στιγμή την απώλεια μίας γιορτής που με αναστάτωνε. Αν καθόμουν να γράψω, εκεί δα, ένα κείμενο, μάλλον θα σκόνταφτα στη συναισθηματική μου δειλία για «το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα».Το 1984 είχα γράψει ένα μυθιστόρημα μ' αυτό τον τίτλο όμως τώρα ένιωθα τι σήμαινε «η χασούρα» του καλοκαιριού. Τότε ήμουν πολύ νέος ακόμη. Άγγιζα φοβισμένos τους πυρωμένους ήρωες των έργων, παρατηρούσα τους μύθους των μυροβόλων κήπων με το ζαλιστικό φως ανέπνεα τις πικρές αναθυμιάσει της συκιάς που συχνά συμπλήρωνε τα θέματα. Κι από δίπλα οι φωνές ins θάλασσας, η βαριά ηδονή της ατονίας των διακοπών που δεν υπήρχαν στο βιογραφικό μου. Είχα ενηλικιωθεί, άραγε, φορώντας κάλτσα, χωρίς να εισπράττω το δάγκωμα της καυτής άμμου στη φτέρνα; Και η καρδιά; Η καρδιά που λαχταρούσε κώδικες ανεμελιάς και αναμνήσεις θερινών παθών ; Πόσες και πόσες φορές δεν είχα ειρωνευτεί την απουσία μου από τα καλοκαίρια με έπαρση εργασιομανούς ασκητή της πόλης! Σταθερό μοτίβο όλα αυτά στα γραφτά μου. Δηλαδή κανονικό «σαμποτάζ» στον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Λιγότερο στο Σεπτέμβρη. Πριμοδοτούσα βλέπετε, το κομψό δηλητηριώδες φως του Νοέμβρη, τα χειμωνιάτικα τοπία της λογικής μου γεμάτος ωστόσο αγάπη για τα φθαρμένα παιδικά μου ευτυχισμένα πέδιλα, θαμμένα από χρόνια σε νεκροταφεία παπουτσιών.
Οι τύψεις που φορτώθηκα εκείνο το απόγευμα στο ατελιέ του Γιώργου, τον ένιωθα όσο περνούσε η ώρα σαν ακούσιο καταλύτη των αδυναμιών μου  είχαν την αψάδα μιας χαλαρής αλλά ειλικρινούς οργής. Δεν ήθελα βέβαια, ως επισκέπτης, να αδικήσω την έκπληξη μου με πράγματα που θα φαίνονταν σαν ιδιωτικές μιζέριες. Κι έτσι ονειρεύτηκα πως καίω την καπαρντίνα μου σε μία ακρογιαλιά για να συμφιλιωθώ με το λουλακί της θάλασσας. Ότι αποκτώ εξαίσια ροζπορτοκαλί εγκαύματα στο στήθος και την πλάτη. Ότι είμαι πολύτιμο ξέφτι κάποιου εύρωστου Σαββατοκύριακου από κείνα που μαλακώνει η άσφαλτος και οι σκιές περνιούνται για φαντάσματα ιαματικής υφής…   
Θα κάνεις τον κόπο να με επιστρέψεις στην Αθήνα» είπα στο φίλο Χαδούλη. Μου ήρθε να προσθέσω «Δεν έχω δίπλωμα οδήγησης και διαβατήριο καλοκαιριού» αλλά βουβάθηκα. Έβρεχε και φυσούσε. Ευτυχώς η καπαρντίνα βρισκόταν κρεμασμένη ακέραιη κι απόλυτα συνεργάσιμη με τον καιρό. Τον δικό μου καιρό που ήταν ήδη υπονομευόμενο5 χαρμόσυνα. Για να πω την αλήθεια, σκέφτηκα πονηρά πως αυτού του τύπου η «χημεία» ίσως να είχε υπαγορευτεί από τον ίδιο τον ζωγράφο. Αλλά σίγουρα όχι. Αστειεύομαι. Πως να χωρέσει τόσος έγχρωμος δόλος σ'ενα δίωρο; Όμως ποιός σαν και μένα έχει την
μύγα μυγιάζεται. Μόνο που οι μύγες του καλοκαιριού από καιρό έχουν λησμονήσει το όνομα μου … οι ξεχασιάρες.


Ίρις Κριτικού
Ο Γιώργος Χαδούλης στη Χώρα των Ενδιάμεσων Στοιχείων

…«Ώστε θα έστρωνες στο δωμάτιο σου, ή στο δωμάτιο του συζύγου σου χαλιά με απεικονίσεις λουλουδιών, εάν ήσουν μια ενήλικη γυναίκα και είχες σύζυγο;», ρώτησε ο κύριος. «Και γιατί θα το έκοβες;» «Εάν μου επιτρέπετε, κύριε, αγαπώ πολύ τα λουλούδια», απάντησε το κορίτσι.
«Και γι' αυτό θα τοποθετούσες επάνω στα τραπέζια και καρέκλες και θα άφηνες ανθρώπους με βαριές μπότες να περπατούν σ' αυτά;»
«Δεν θα τους έκανε κακό, κύριε. Δεν θα χαλούσαν, θα ήταν απλά οι εικόνα ωραίων και ευχάριστων πραγμάτων που μου αρέσουν...» «Α! Μα δεν πρέπει απλά να σου αρέσουν», αναφώνησε ο κύριος...Πρέπει όλες σου οι επιλογές να υπαγορεύονται από τη λογική. Πρέπει δια παντοία να απαλλαγείς από τη λέξη μου αρέσει. Γιατί δεν μπορεί να ισχύει, για οποιοδήποτε χρηστικό αντικείμενο ή διάκοσμο, ό,τι συγκρούεται με την πραγματικότητα. Και στην πραγματικότητα δεν βηματίζει ποτέ επάνω σε λουλούδια: δεν μπορείς να βαδίσει επάνω σε λουλούδια όταν πατάς στα χαλιά. Τα εξωτικά πουλιά και οι πεταλούδες δεν κουρνιάζουν στις πορσελάνες σου: δεν μπορείς λοιπόν να ζωγραφίζεις επάνω τους πεταλούδες κι εξωτικά πουλιά...Για όλους αυτούς τους σκοπούς», είπε ο κύριος, «πρέπει να χρησιμοποιείς συνδυασμούς και σχηματοποιήσει μαθηματικών φιγούρων (σε βασικά χρώματα), που να αντέχουν στο βλέμμα του θεατή. Αυτή είναι η νέα ανακάλυψη. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει καλό γούστο».

Στο απόσπασμα αυτό από το έργο του Charles Dickens Hard Times, αναφέρεται ο Oleg Grabar στο βιβλίο του The Mediation of Ornament, (Princeton University Press 1989), αναπτύσσοντας μια σειρά απόψεων για τον ρόλο που καλείται να παίξει το διακοσμητικό στοιχείο στη διαμόρφωση ενός έργου τέχνης και επισημαίνοντας τις αλλαγές που συντελέστηκαν στη σχετική αντίληψη του θεατή από τον 19ο αιώνα και εξής. Σύμφωνα με τον Grabar, η αντιμετώπιση του διακόσμου ως συνόλου φτιαγμένου από φόρμες και τεχνικές δεν αρκεί για να γίνει κατανοητός ο ρόλος του στη σύνθεση της εικόνας. Ορθότερη θεωρεί την αντιμετώπιση του ως τρόπου δημιουργίας μιας σχέσης μεταξύ αντικειμένων ή έργων τέχνης και χρηστών ή θεατών. Μιας σχέσης που ισχυροποιείται με την παρουσία του παράγοντα αυτού που ο ίδιος αποκαλεί ενδιάμεσα στοιχεία. Τα ενδιάμεσα στοιχεία του Grabar, διατρέχουν την εικόνα απ' άκρη σ' άκρη, και ενώ δεν προδιαγράφουν την κατανόηση ενός οπτικού μηνύματος, χωρίς αυτά, η διαδικασία της κατανόησης θα ήταν δυσκολότερη. Στο σημείο αυτό, επανέρχεται αναπόφευκτα στη μνήμη κι η σχετική φράση του Matisse: «Δεν ζωγραφίζω τα αντικείμενα, ζωγραφίζω απλά τις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων».

Κι η ζωγραφική του Γιώργου Χαδούλη;
Αισθάνομαι ότι χωρά όλα τα αντικείμενα του κόσμου και τις μεταξύ τους σχέσης ταυτόχρονα. Όλα τα κύρια θέματα, και τα ενδιάμεσα στοιχεία μαζί. Απ' τα λουλούδια και τα φρούτα που κατέκλυζαν τα έργα των προηγούμενων εκθέσεων, απ' τα λαμπόγυαλα, τα μαξιλάρια και τα τραπεζάκια, απ' τις ραβδώσεις, τις κουκίδες και τις τεθλασμένες, μένουν τα χρώματα, οι όγκοι κι οι γραμμές, να πλάθονται με θαυμαστή ευκολία από την αρχή, μέχρι να χτίσουν μωβ λιθόστρωτα, μέχρι να σχεδιάσουν φυλλώματα συκιάς, θροίσματα σε κάλαμε και θερινούς κολυμβητές, μέχρι να μεταποιηθούν σε φωτεινές θαλασσή κηλίδες κι αναβλύζοντες πίδακες νερού, σεχαρωπές τσιρίδες μικρών και ενήλικων λουόμενων που διακινούν στόλους από βατραχοπέδιλα, πορτοκαλιά σωσίβια και φουσκωτά βαρκάκια και κολυμπούν σε ρέοντα ύδατα με ελάχιστη περίφραξη αμμουδιάς. Σε έναν θαλάσσιο τόπο που προκύπτει απ' την ανάγκη του ζωγράφου, επινοείται απουσία μοντέλου η παρουσία των σωμάτων που αποστρέφονται το βλέμμα του θεατή, που άλλοτε, σε πλάνα κοντινά, γεμίζουν την εικόνα, κι άλλοτε απομακρύνονται στις παρυφές της, κρυμμένα πίσω από ριγέ ξαπλώστρες και σγουρούς βασιλικούς, πίσω απ' τις ρόδινες κολώνες μιας σκεπαστής αμφιθεατρικής βεράντας, που σερβίρει τηγανιτά μπαρμπούνια, σάρκες τομάτας και μισά φεγγάρια καρπουζιού.
Στη ζωγραφική του Χαδούλη, η άσκηση μοιάζει να έχει σημασία μεγαλύτερη από το επιμέρους θέμα. Κι όσο η γραφή, αδηφάγα, αφήνεται σε έναν υπνωτικό αυτοματισμό που σχεδιάζεται με χρώμα, με επαναληπτικές ώχρες και κίτρινα, με τολμηρά μελιτζανί, πρασινωπά και ροζ, στις επιφάνειες εγκαθίστανται όγκοι ανόμοιοι κι εφαπτόμενοι και σταδιακά αποκαλύπτεται η ποιητική τους, η ρυθμολογία μιας εικόνας που χτίζεται αθόρυβα, μέσα από τη φαινομενικά ακατάσχετη χειρονομία του ζωγράφου. Τότε τα χρώματα και οι ύλες ακροβατώντας ανάμεσα στην αφαίρεση και την πληθωρική παραστατικότητα, παύουν να είναι χρώματα και ύλες, τρέπονται σε αυτόνομα μέρη έκφρασης, σε βραχείες κι έμμετρες υπενθυμίσει των συστατικών του κόσμου. Κι η ζωγραφική του Γιώργου Χαδούλη, κατάμεστη από επινοήσει πραγματικότητας, εξακολουθεί να θέλγει όσο και η ίδια η πραγματικότητα τον θεατή.

 
Powered by PCManagerOfficial website of George Hadoulis. All works copyright protected.